αφθογγία

αφθογγία
η (Α ἀφθογγία)
νεοελλ.
αδυναμία παραγωγής φθόγγων και συνεπώς παρεμπόδιση της ομιλίας λόγω σπασμού των μυών της γλώσσας και του φάρυγγα κάθε φορά που θέλει να μιλήσει ο ασθενής
αρχ.
το να είναι κάποιος άφωνος («ἀφθογγία λίθου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀφθογγίαν — ἀφθογγίᾱν , ἀφθογγία speechlessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”